Άνοιξη στην Κάσο

 

Κι ένα απλό σκίρτημα του ασβέστη στο μόλο του Φρυ αρκεί για να ξεσηκώσει θύελλα κι από τον λευκό βάτήρα του ντόκου, να πετάξει στο πέλαγο και ν' αποκρούσει το αλητήριο άνεμο.

Χλωρά εν τω μεταξύ όνειρα του ενός και του πολλού ρεύματος, βαφτισμένα στον λόγο τον αερικό, νανουρίζονται   στις σπηλιές και τους κάβους του νησιού. Κι ύστερα ξεσηκώνονται, τριγυρνώντας στις ερημιές και σπέρνοντας βότανα κι άγια μύρα.

Δοκιμάζω να διασχίσω το νησί. Καθέτως και οριζοντίως. Πριν επιδείξουν τα κύματα και πριν καταλάβουν οι ωδές των ανέμων που υπογράφουν ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ κι ο Σημωνίδης από τις πέρα ή πάνω από τις γειτονιές του Αιγαίου κι άλλες εικόνα της Κάσου. Μιας ονειρικής Κάσου που ζει μέσα στον θάμβο και κάτω από τον ουρανό των θούριων που παιανίζουν τα δακτυλικά εξέδρα των ανέμων. 

Ετσι κι αλλιώς της Κάσου δεν ταιριάζουν ελεγείες και θρήνοι. Στο νησί επιβιώνει με μοναδικό τρόπο η ευδαιμονία, με την παρηγορώτερη κι αισιοδοξώτερη αποκάλυψη της αθανασίας.

“Ως εν υσώπω” λοιπόν   “θέλω καθαρισθεί…”

Γι αυτό κι ανηφορίζω το μονοπάτι για το βουνί, κι όπου με πάει. Πυρωμένος καθώς είμαι από τη λάβα της φαντασίας, με ακολουθούν πλήθος εικονίσματα κι αγιογραφίες, από συλλαβές, στιγμιότυπα και μικρές ανεπαίσθητες τρίλιες που στροβιλίζονται μες στη ρεματιά κι ανακατώνονται με τις πέτρες, το νερό, τους θάμνους και τις φωλιές των πουλιών. Ετσι που να υψωθούν ως το μέγα βάθος, εκείνο που θα αντλήσει απ’ τη γη όλα τα μυρωδικά, κι όλη την αλήθεια (πες, ομορφιά) της κασιώτικης εξοχής.                                                 

Διασχίζοντας το ρέμα περνώ από χαράδρες μ’ αϊδονοφωλιές, και λόγγους μ’ αγριοπερίστερα. Κι από κει ίσα πάνω στην κόψη του Κάψαλου, ντογρού γι αετοράχες και γερακότρυπες. Πάντοτε συνοδεία μιας μακρινής τσαμπούνας ή ενός αέρινου βιολιού, που στομώνει την ατμόσφαιρα μ’ απόηχους από φλογερά τροχίσματα.

Η κορυφή του Κάψαλου δεν είναι μακριά…                                                              

Το ψυχομέτρι που ανεβοκατέβαινε, εδώ και χρόνια, τούτο το μονοπάτι, ζαλικωμένο αρμαθιές από ζεμπίλια και κόφες, άλλοτε περνούσε από τη φαρδιά ετούτη δημοσιά κι άλλοτε έμπαινε σε στενοποριές. Και στην πορεία του έκαμνε μια ή δυο στάσεις, για να προσευχηθεί, μ’ ένα στεναγμό ή ένα τραγούδι.

Ο Φρυς δεν ήταν μακριά…                                                        

       Κι ανέβαινε, αφήνοντας πίσω του τη Χώρα, τους αντίλαλους του λιμανιού, των ψαράδων και του απόηχους του πουνεντογάρμπη.

       Κι έφτανε τ’ αψήλου, με δυο νησίδες ασφαλείας στο πλευρό του: T’ άγρια βράχια και τα μυρολούλουδα.

       Και νά ο κρίνος το κρίταμο, το θρούμπι.

Η λουϊζα, η τσουκνίδα και ο δυόσμος.

       O ξωμάχος, ο πετράς κι ο προβατάρης.

Κι από κοντά οι Κυριακές της Ορθοδοξίας.

Mάης, βλέπετε, αυτός…

Ωρα ν’ ανθίσουν, να στολίσουν, να παντρέψουν.

Την Παναγιά με τους αγάπανθους.

Τους νεαρούς δηλαδή από τ’ Αρβανιτοχώρι ή την Πόλι.

Μα και τη νοστιμούλα Φωτεινή με τον Αϊ-Μάμα.

Που στα κρυφά αλλάζουνε φιλιά και μπερδεύονται δάχτυλα, όρκοι και καρδιές. Κει κάτω από την Παϊτούρα. Στα θαλασσοτόπια της ανατολής.

Για να σκορπίσουν ύστερις όλο τον άγριο πόθο.

Ωσπου να ξαναβρεθούν στο πανηγύρι της Ποταμίτισας.

Περιφέροντας το δίσκο της Παναγιάς.

                                                    *

Κατηφορίζοντας περνάω κάτω από αψίδες βράχων και μεσ’ από λέξεις, που έφτιαξαν στραμπουλιγμένες ρίζες γλωσσικών ιδιωμάτων (Κασιώτες γαρ).

Διασχίζω χλωρά και δύσβατα μέρη, αρμωμένα με πέτρες και κονίαμα πάντα τον ασβέστη.                            

Η Κάσος του Απάνω και του Κάτω Κόσμου, δίχως αινίγματα και χρησμούς, σύμβολα και εικασίες, αλλά και υψομετρικές αλλοιώσεις, του καθαρού της Λόγου.

Μια Κάσος που δεν θα είναι ποτέ μακριά από τον όψιμο συλλογισμό και την ωραία θέα…

                                                     *

Από ψηλά αναπολώ τη θάλασσα ατενίζοντας ένα σύμπλεγμα έρημων νησίδων, να κλυδωνίζονται ακατάπαυτα, αρόδο της Αγια-Μαρίνας φορώντας πού και πού το περιβραχιόνιο κάποιου τριμμένου φλόκου. Και να η χοντρή Αρμαθιά, η Μακρά κι ο Καροφύλλας.

Αβαθείς λεκάνες αιγιαλών γύρω από την παραλία του Τριτά στέλνουν γαλαζωπά μηνύματα ως απέναντι την Αρμαθιά. Μηνύματα εμποτισμένα στο ιώδιο σφοδρών ερώτων.

Ασκητές κι ερημίτες του Καρπάθιου στενού, από το ύψωμα του Μεγάλου Πρίωνα, το μέγα επιθεωρούν φρόνημα του λεβάντη.

Φτάνοντας πια στην κορφή του κασιώτικου λόγου όλο κι αφουγκράζομαι  πιο πυκνές, κυματιστές και ιδιόμελες  τις ωδές του Κασιώτη τροβαδούρου, πούρχονται ενισχυμένες πάνω σε ιωνικά δεκανίκια. 

Μολαταύτα οι στίχοι των ευαγών ανέμων από τη μια και των ωδών οι πλάγιοι τριγμοί από την άλλη, αγιοποιούν και καθαγιάζουν τον κώδικα ευημερίας της απώτατης αυτής στεριάς.

Στον τρίκλιτο ναό του Αϊ-Μάμα, στη μαρμαρόσκονη των σπιτιών και στη σεπτή λάρνακα της Οσίας Κασσιανής, υποκλίνεται η ανάγκη να λειτουργηθώ, εξομολογούμενος καημούς και πόθους στον Υψιστο της Φοβερής Θέας.

Και κάπως έτσι ανοικοδομείται ο καινούργιος βωμός, ο αφιερωμένος στον Σκυλά ή στον Αϊ-Σπυρίδωνα τον πολιούχο μα και στον Απόλλωνα τον ηλιοπότη, ώστε όλα τα πνευματικά παιδιά του  - ίαμβοι ελεγείες και ωδές - ν’ αντιγράψουν σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις Κασιώτικες διαλέκτους - των λόγγων, των όρμων και των λιβαδιών - τα ιδιόχειρα συμφωνητικά με τη ρήτρα της Τρυπητής και της Φωκοκαμάρας.

Τότε, οι Άγιοι Πάντες, περαστικοί και ξενομπάτες στο νησί, λειτουργώντας ως προστάτες του, ο καθένας χωριστά ή όλοι μαζί, με τη βοήθεια του Μαγιάπριλου τοπίου, ίσως βαφτίσουν εδωνά, στην κολυμβήθρα του νησιού, τον Παντοτινό του Λόγο.

                                                          *

Κι εγώ – αφού θα έχω διασχίσει όλο το Αιγαίο μέχρι να βρω το λίκνο μου -, θα εξωκείλω συνειδητός ναυαγός στην Κάσο, μαγεμένος από τις σειρήνες του νησιού, καθώς είναι ντυμένες με κλωνάρια του κάπα και του σίγμα μ’ ένα τριμμένο άλφα στη μέση, που θα τα δέσω μαζί με ματσάκια ρίγανης και λυγαριάς, για να σκουπίσω το πρώτο αλώνι που θα βρω μπροστά μου ώστε να σύρω τα βήματα μιας σούστας Αμφιτρίτης κι ενός μπάλου Ποσειδώνα.

                                                    *

Ετσι θα μπορούσε να ήταν μια εαρινή επίσκεψη στην Κάσο. Στο Κάσο της νοσταλγίας, της περιπέτειας και του ιλίγγου. Μέσα σε μέλλοντα πόθο που θα μου ξεδιπλώσει όσες από τις εξοχές και τους αυλώνες του νησιού αντέχουν ως μυστικά για ν' αποκαλυφθούν στους εραστές της Κασιώτικης ομορφιάς.

Αλλά δεν είναι αλήθεια. Ήταν μονάχα ένα ταξίδι φαντασίας και ποιητικού ρεαλισμού στο νησί του Αιόλου και των ναυαγισμένων στίχων κάθε περιηγητή που θέλει δεν το έχει τολμήσει, ώστε ν' αφιερώσει τρεις μέρες από το χρόνο του στη μεθόριο τούτη των Δώδεκα νήσων.

Έναν παράδεισο που θα τον χαρακτήριζα ανυπόκριτα ως locus amoenus , μέσα στο δωδεκανησιακό σύμπλεγμα της ομορφιάς και της ευλογίας…    

 

* Κυριάκος Παπαγεωργίου

Δημοσιογράφος - Μέλος της ΕΔΗΠΗΤ